νεοζωϊσμός
Смотреть что такое "νεοζωϊσμός" в других словарях:
νεοζωισμός — ο (φιλοσ.) ο νεοβιταλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική αντιδάνειου ως προς το α συνθετικό ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. neovitalisme. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek